- αμμοδούρα
- η και αμμουδέραγη αμμουδερή και άγονη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα* με παραγωγική κατάλ. -ούρα*. Το -ο- τού τύπου (αντί τού κανονικού *αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. αμμουδέρα προήλθε από το ουσιαστ. αμμουδάρα* με επίδραση τού επιθ. αμμουδερός*].
Dictionary of Greek. 2013.