αμμοδούρα

αμμοδούρα
η και αμμουδέρα
γη αμμουδερή και άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα* με παραγωγική κατάλ. -ούρα*. Το -ο- τού τύπου (αντί τού κανονικού *αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. αμμουδέρα προήλθε από το ουσιαστ. αμμουδάρα* με επίδραση τού επιθ. αμμουδερός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμμούδα — η (Μ ἀμμούδα) αμμουδερός τόπος, αμμουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ουσ. *ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο. ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά] …   Dictionary of Greek

  • αμμόγη — η αμμώδες έδαφος, αμμώδης αγρός, αμμοδούρα, αμμουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + γη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”